προκατοπτεύω

προκατοπτεύω
Α
1. παρατηρώ, παρακολουθώ εκ τών προτέρων («πόρρωθεν τὰ τῆς διώξεως προκατοπτεύσαντα», Ηλιόδ.)
2. παρακολουθώ μέσω κατασκόπων («τοὺς Πέρσας προκατοπτεύσας», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατοπτεύω «παρακολουθώ, κατασκοπεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προκατοπτεύσαντα — προκατοπτεύω observe first aor part act neut nom/voc/acc pl προκατοπτεύω observe first aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατοπτευόμενος — προκατοπτεύω observe first pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατοπτεύηται — προκατοπτεύω observe first pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατοπτεύσαντας — προκατοπτεύω observe first aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκατοπτεύσας — προκατοπτεύσᾱς , προκατοπτεύω observe first aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”