- προκατοπτεύω
- Α1. παρατηρώ, παρακολουθώ εκ τών προτέρων («πόρρωθεν τὰ τῆς διώξεως προκατοπτεύσαντα», Ηλιόδ.)2. παρακολουθώ μέσω κατασκόπων («τοὺς Πέρσας προκατοπτεύσας», Ηλιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατοπτεύω «παρακολουθώ, κατασκοπεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.